Οικονομικά της Νομισματικής Ένωσης
Περιγραφή:
Οι Εκδόσεις Παπαζήση παρουσιάζουν την πιο πρόσφατη, 14η έκδοση του διεθνούς εγχειριδίου «Οικονομικά της Νομισματικής Ένωσης» του καθηγητή στο πανεπιστήμιο LSE Paul de Grauwe. Όπως και στις προηγούμενες εκδόσεις αυτού του βιβλίου, το επίκεντρο στο πρώτο μέρος του αναφέρεται στο κόστος και στα οφέλη μιας νομισματικής ένωσης με έμφαση στην ανάλυση του γιατί η ατέλεια της ευρωζώνης δημιουργεί πρόσθετο κόστος και γιατί οδηγεί σε προβλήματα βιωσιμότητας. Κάτι τέτοιο μας οδηγεί στο να μελετήσουμε διαφορετικούς τρόπους για να «ολοκληρώσουμε» μια νομισματική ένωση. Αναπόφευκτα, αυτό αναδεικνύει το ερώτημα του πώς μπορεί να ενσωματωθεί μια νομισματική ένωση σε μια πολιτική ένωση και ποιες είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας ένωσης. Η ανάλυση του κόστους και των οφελιών μιας νομισματικής ένωσης μας οδηγεί επίσης στο ερώτημα του εάν η Δανία, η Σουηδία και οι νέες χώρες μέλη της ΕΕ, που δεν είναι ακόμη μέλη της ευρωζώνης, είναι πιθανό να επωφεληθούν από την ένταξη στην ευρωζώνη. Επιπλέον, έχουμε μερικά πράγματα να πούμε για το αν άλλα μέρη του κόσμου –η Ανατολική Ασία, η Λατινική Αμερική και η Αφρική– θα επωφελούνταν από μια νομισματική ενοποίηση.
Η έναρξη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) την 1η Ιανουαρίου 1999 ήταν ένα ιστορικό γεγονός. Έχουν υπάρξει λίγες προσπάθειες να δημιουργηθεί μια νομισματική ένωση χωρίς τη δύναμη των όπλων. Η νομισματική ένωση στην Ευρώπη έχει δημιουργήσει προβλήματα που είναι συναρπαστικό να αναλυθούν. Το δεύτερο μέρος αυτού του βιβλίου ασχολείται με αυτά τα προβλήματα της λειτουργίας μιας νομισματικής ένωσης στην Ευρώπη. Αναλύουμε τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάστηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για την άσκηση ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Συζητάμε επίσης μερικές από τις αδυναμίες αυτού του σχεδιασμού. Σε αυτή τη συζήτηση αναδεικνύονται τα ζητήματα της πολιτικής ανεξαρτησίας και της λογοδοσίας της ΕΚΤ. Πολλά από τα ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ΕΚΤ είναι πρακτικά. Πώς επιλέγει η ΕΚΤ μεταξύ των διαφόρων στόχων που πρέπει να επιδιώκει μια κεντρική τράπεζα; Ποια είναι τα καταλληλότερα μέσα για την επίτευξη αυτών των στόχων; Ποιος είναι ο ρόλος της ποσοτικής χαλάρωσης (QE); Πώς μπορεί η ΕΚΤ να βελτιώσει την αξιοπιστία της; Πώς πρέπει να αντιδρά στις διάφορες εξελίξεις του οικονομικού κύκλου στην ευρωζώνη και ποιες είναι οι σχέσεις μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής;
Από το δραματικό ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007, έχουν προκύψει νέα ζητήματα και ερωτήματα. Πώς πρέπει να αντιμετωπίσει η ΕΚΤ τη χρηματοπιστωτική κρίση; Ήταν επαρκής η αντίδρασή της και διαθέτει τα κατάλληλα μέσα για να αντιμετωπίσει αυτή την κρίση; Αυτά τα ερωτήματα μας οδηγούν επίσης στη διατύπωση μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για την πρόληψη της εμφάνισης μελλοντικών κρίσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, επικρίνουμε την ιδιαίτερη έμφαση που έδωσε η ΕΚΤ στον πληθωρισμό και υποστηρίζουμε ότι οι σύγχρονες κεντρικές τράπεζες πρέπει να διευρύνουν τον κατάλογο των στόχων που επιδιώκουν. Τονίζουμε επίσης την ανάγκη να καταστεί η ΕΚΤ δανειστής έσχατης ανάγκης τόσο στον τραπεζικό τομέα όσο και στις αγορές κρατικών ομολόγων. Από το 2012, η ΕΚΤ έχει αποδεχθεί την αρχή του δανειστή έσχατης ανάγκης στις αγορές κρατικών ομολόγων. Αυτή η αρχή, ωστόσο, εξακολουθεί να αμφισβητείται σε μεγάλο βαθμό. Συζητάμε το γιατί.
Τέλος, η αναταραχή της κρίσης δημόσιου χρέους έχει επίσης δημιουργήσει υπαρξιακά προβλήματα θέτοντας υπό αμφισβήτηση το μέλλον της ευρωζώνης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αναλύουμε το κόστος και τα οφέλη της αποδόμησης της ευρωζώνης. Η παρούσα έκδοση του βιβλίου προσθέτει επίσης συζητήσεις σχετικά με τις θεσμικές αλλαγές που έχουν εισαχθεί από το ξέσπασμα της κρίσης δημόσιου χρέους και από τότε που μας έπληξε η πανδημία Covid-19. Σημαντική είναι η απόφαση για τη δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης στην ευρωζώνη. Αναλύουμε τα συστατικά αυτής της τραπεζικής ένωσης. Θέτουμε το ερώτημα αν αρκεί για την αντιμετώπιση νέων τραπεζικών κρίσεων και το τι συνεπάγεται για το μέλλον της ευρωζώνης. Μελετάμε τα νέα εργαλεία πολιτικής (τόσο νομισματικά όσο και δημοσιονομικά) που έχουν δημιουργηθεί τη στιγμή που η πανδημία συγκλόνισε τις οικονομίες της ευρωζώνης. Τέλος, υιοθετούμε μια μακρόπνοη προοπτική και μελετάμε την ανάγκη για δημοσιονομική και πολιτική ένωση προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα της ευρωζώνης.
