
Αρόδου
Περιγραφή:
Ο Μιχάλης τα ξέρει τα νερά, όσο κι αν με τα χρόνια η μπούκα είχε αλλάξει. Ευτυχώς όλα πηγαίνουν κατ’ ευχήν και φτάνουν στο γουέτινγκ πόιντ χωρίς προβλήματα, ένα μίλι απ’ το καραμοσάλι της γέφυρας. Νύχτα πια, και η μύτη της Χερσονήσου Καουλούν δεσπόζει κατάφωτη.
Πηγαίνει στην καμπίνα ν’ αλλάξει ένα καθαρό πουκάμισο, να μην κατέβει απεριποίητος στην πόλη, όταν μπαίνει ο μαρκόνης με μια σελίδα απ’ τον τηλέγραφο στο χέρι.
«Καπετάνιο, αρόδο μέχρι την Πέμπτη έδωσαν τα Οθόριτις, τι κάνουμε;»
Γεννημένος σ’ ένα καΐκι στη Μαύρη Θάλασσα, ο Μιχάλης μεγάλωσε με το αλάτι του πελάγου στις φλέβες του. Απ’ τα καΐκια των προγόνων του μέχρι τα γκαζάδικα, τα κάργκο και τα τζενεράλια, τα ταξίδια τον έφεραν μακριά, αλλά η θάλασσα του πήρε περισσότερα απ’ όσα του χάρισε. Έρωτες που ναυάγησαν, παιδιά που χάθηκαν, φιλίες που σφυρηλατήθηκαν και δοκιμάστηκαν στις τρικυμίες.
Στο Χονγκ Κονγκ, καθώς παραγγέλνει ένα γαμπριάτικο κοστούμι στον παλιό του ράφτη, η ζωή του περνά σαν φευγαλέα αντανάκλαση στα νερά του λιμανιού. Λίγες μέρες απομένουν μέχρι να δέσει για πάντα το καράβι του. Έχει σχέδια, όνειρα, μα πάνω απ’ όλα έχει τη θάλασσα μέσα του.
Κι όταν κουβαλάς τη θάλασσα μέσα σου, κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποια θα είναι η τελευταία σου ρότα.