
ΤΟ ΚΡΑΞΙΜΟ ΤΟΥ ΚΟΡΑΚΑ
Περιγραφή:
Τη βρή καμε να μα λώ νει με τα κο ρά κια και να τα κα τα ρι έ ται: « - Να φάτε το κε φάλι σας... τί φω νά ζετε και κρά ζετε μωρέ μυ ρι ό ρημα, που δεν τρα βι έ στε απ΄ εδώ! Τί μαν τεύ ετε, εδώ δεν έ μεινε κα νέ νας! Τι κρά ζετε και κρά ζετε, ε μείς κο ρα κι ά σαμε οι ί διοι ...!».
Δυο κα τά μαυρα κο ρά κια γυ ρό φερ ναν πάνω από το σπίτι και την αυλή της νοι κο κυ ράς που φώ ναζε και μά λωνε. Έ κα ναν με γά λους κύ κλους στον ου ρανό, κα τέ βαι ναν πιο χα μηλά και ξανά κρά ζαν, κρά α αάξ κρά α αάξ, κρά α αάξ!
Η γριά, α νή συχη, προ σπα θούσε να τα δι ώ ξει, να τα α πο μα κρύ νει, φω νά ζον τας και χου γι ά ζον τας με το κε φάλι της ψηλά, προς τον ου ρανό, πα ρα κο λου θών τας τις κι νή σεις τους. Ορ γι σμένη, φώ ναζε:
« - Να φάτε το κε φάλι σας, λέω... εδώ ε ρή μωσε ο τό πος μωρέ μυ ρι ό ρημα, μας έ φαγε η λυ κου νιά και τα όρ νια... ήρ θατε κι ε σείς τώρα! Τα έ ρημα, τα σκο τει νι α σμένα που δεν μας α φή νουν να η συ χά σουμε. Είχα και κάτι ρί θια, μου τα πή ραν ένα – ένα... Έλα τώρα ν’ α φή σεις το σπίτι σου μόνο του, με τα κο ρά κια και να φύ γεις για την Α θήνα. Μωρέ, που εδώ θα λα λή σουν κο ρά κια, το ξέρω καλά εγώ, αλλά όχι όσο εί μαι ζων τανή!...»