
Παράδοση και Πρωτοπορία
Περιγραφή:
Όσοι καμιά φορά από την Πρέβεζα περνάτε και στην υγρή κουφόβρασι στα καφενεία κάθεσθε να πιείτε έναν καφέ, ή ένα γλυκό του κουταλιού να φάτε, βαπόρι περιμένοντας ή κάποιο λεωφορείο, ακούοντας βοήν φωνών και συζητήσεων, ήχους ζαριών και επικλήσεις αυτών που σκύβουν επάνω από τα τάβλια, την μοίρα μάταια προσπαθώντας με τέχνη να παραμερίσουν, τα πούλια ζωηρά χτυπώντας, φιλώντας στις χούφτες των τα ζάρια, κουνώντας τα με δύναμιν και τέλος φωνάζοντας, καθώς τα ρίχνουν με ζέσιν ελπιζόντων: "Ντόρτια!... Δυάρες!... Εξάρες!..." όσοι, λέγω, σε αυτά τα καφενεία κάθεσθε, στη ζέστη του καλοκαιριού, την ώρα που φέρνετε στα χείλη σας το δροσερό ποτήρι, ή μέσα στο ψύχος του χειμώνος τον αχνιστόν καφέ, προσμένοντας κάποιαν υπουργικήν απόφασιν, μετάθεσιν, ή κάποιο κέλευσμα ανεξιχνίαστον της Μοίρας, όσοι στα καφενεία της Πρεβέζης κάθεσθε, προσμένοντας τίς οίδε τί - μην τον ξεχνάτε.
Σε όλους τους τέτοιους καφενέδες -Πρεβέζης, Αθηνών, Πατρών- πάντα η ψυχή του θα πλανάται, όπως και εις τα στυγνά γραφεία των νομαρχιών και υπουργείων, όπου ο ποιητής σε όλον του τον βίον, τις μέρες του εν μέσω τρομεράς ανίας μετρούσε σαν κομπολόι βαρετό, ως αυτός που έσφυζεν εν τούτοις -ω, ειρωνεία- από θεσπέσια οράματα, για πράγματα που ο κόσμος ο πολύς, ο κόσμος ο κοντόφθαλμος ή και ο χυδαίος, χίμαιρες ή ουτοπίες τα ονομάζει. Διότι, αναμφιβόλως, ο ποιητής αυτός επάλλετο από τοιαύτα οράματα και αν έλεγε ο ίδιος ότι ιδανικά δεν είχε - είχε, μα από σεμνότητα ή απαλότητα ψυχής ή φόβον, ντρεπόταν να τα περιγράψη, ντρεπόταν να τα πει ή να τα ονομάσει, αφού ήσαν όλα εδεμικά και πίστευε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε παρά μονάχα στα οράματά του τ' απόκρυφα να τα εκφράσει, να τα φθάσει, ωσάν να ήτο κατηραμένος, κολασμένος ο νέος αυτός, ο τόσον (έξω απ' την πράξιν την στερνήν και ίσως μέσα σε αυτήν) ο τόσον πολύ εν τη ουσία ευλογημένος.