Περιγραφή:
Η νομοθεσία για την καταπολέμηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, το λεγόμενο «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος», αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στον χώρο του ποινικού δικαίου. Ουδέποτε στην ιστορία του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου ποινικού δικαίου ένα πλέγμα διατάξεων που αφορούν σε συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα, που προέκυψε, ως θεσμός, αίφνης μόλις το έτος 1995 κατόρθωσε, μέσα σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα να αποτελέσει το σοβαρότερο και αποτελεσματικότερο κυρωτικό μέσο που διαθέτει η Πολιτεία, δυνάμενο, όπως έχει πλέον εξελιχθεί, να τύχει εφαρμογής σε ευρύτατο φάσμα τομέων κοινωνικής δραστηριότητας και κυρίως οποιασδήποτε συμπεριφοράς με άμεσο ή ακόμα και έμμεσο οικονομικό αντικείμενο. Ταυτόχρονα, η σχετική νομοθεσία εξοπλίστηκε με ένα, πρωτοφανές σε εύρος και σε βαρύτητα, ασφυκτικό πλέγμα κανόνων δικονομικού καταναγκασμού αφενός και παράλληλων ποινικών και διοικητικών κυρώσεων αφετέρου, που στη θεωρητική τους κορύφωση μπορούν να καταλήξουν κυριολεκτικά σε προσωπικό, κοινωνικό, επαγγελματικό και οικονομικό «αφανισμό» κάθε εμπλεκόμενου ατόμου. Έτσι, δεν είναι υπερβολή το να θεωρήσει κανείς ότι πολλές από τις επιμέρους ρυθμίσεις της σχετικής νομοθεσίας για το ξέπλυμα, ιδιαίτερα δε με τον συχνά αδόκιμο τρόπο που τις αντιμετωπίζει η νομολογία, «δοκιμάζουν» τα όρια αντοχής του κράτους δικαίου. Το έργο προσπαθεί να προβάλλει τα κύρια ζητήματα που άπτονται της νομοθεσίας για το ξέπλυμα, να επισημάνει όλες τις νομικές, δικαιοπολιτικές και δικαιοκρατικές παραμέτρους που σχετίζονται με αυτά, να αναλύσει εξαντλητικά τον τρόπο που τα αντιμετωπίζει η θεωρία και κυρίως η νομολογία και να αναδείξει τα προβλήματα που ανακύπτουν από τη θέσπιση και εφαρμογή των διατάξεων για τη νομιμοποίηση εσόδων. Στόχος του έργου είναι η όσο το δυνατόν πληρέστερη ενημέρωση του αναγνώστη, αλλά ταυτόχρονα και η αφύπνισή του ως προς τα καίρια δικαιοκρατικά ζητήματα που θα πρέπει να απασχολήσουν τόσο τη νομοθετούσα Πολιτεία όσο και τους ερμηνευτές και εφαρμοστές του δικαίου