
Μελαγχοκαιρία
Περιγραφή:
ΜΕΛΑΓΧΟΚΑΙΡΙΑ
[...]Πόλη στα χρώματα της σκόνης.
Στέγες από λαμαρίνες, κρουστά των ανέμων.
Κάτι είπε μέσα απ τα δόντια του ο ουρανός
κι ύστερα στυφός
έριξε κέρματα μπρούτζινα μια δυνατή βροχή.
Βρόντος.
Κανείς δεν άκουγε τον άλλον τότε
κι έτσι γλιτώναμε.
Μα όταν τέλειωνε η μπόρα
τη σιωπή έσφαζε η φωνή κάποιου πλανόδιου
-τροχιστής του γέλιου-που περνούσε έξω απ τα σπίτια.
Άνθρωπος απαραίτητος.
Κι οι μανάδες,
που τάχασαν όλα γιατί έπρεπε να ζουν αντί να ονειρεύονται,
μόλις τον άκουγαν,
τινάζονταν πάνω κι έψαχναν με μανία τις τσέπες τους.
Και τότε,
τα σπίτια έκαναν, θαρρείς, μαύρες σκέψεις,
πήγαιναν έρποντας μέχρι την άκρη του γκρεμού
και στέκονταν εκεί, με την εξώπορτα στο κενό.
Τα παιδιά ξεκινούσαν να κάνουν τον σταυρό τους
μπροστά στα ρημαγμένα παράθυρα με τη θέα,
όπως τα μάθαμε,
τρία δάχτυλα στο μέτωπο[...]